- πετροφυής
- -ές, ΝΜΑ(για φυτά) αυτός που φύεται πάνω σε πέτρα, ο προσκολλημένος σε πέτρααρχ.το αρσ. ως ουσ. ὁ πετροφυήςτο φυτό αείζωον το λευκόφυλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + -φυής (< φύω/ φύομαι), πρβλ. λιμνο-φυής].
Dictionary of Greek. 2013.